Ένας Κουρασμένος Βράχος

 

Ένας Κουρασμένος Βράχος

του Δημήτρη Κ. Κωνσταντινίδη

Αυτό τον βράχο τον γνωρίσω καλά. Κάτι παραπάνω από εβδομήντα επτά χρόνια. Από τότε που πρωτοεμφανίστηκε μέσα στους τέσσερις τοίχους του μεγάλου δωματίου της Δασκαλούς, που ήταν φτιαγμένος από πωρόλιθο. Αν απορείτε πώς ένας βράχος μπορεί να αναδύθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο χτισμένο από πωρόλιθο, ανατρέξτε για λίγο στο σύμπαν. Εκεί θα δείτε ότι όλα μπορούν να συμβούν. Ακόμα και η Μεγάλη Έκρηξη από την οποία γεννήθηκαν οι Γαλαξίες, η Γη και το Φεγγάρι. Εξάλλου, λίγη φαντασία δεν έβλαψε κανένα!

Τούτος ο βράχος σεργιάνισε πολλά απογεύματα στις ακρογιαλιές της Σκάλας και τα ξεροτόπια της Λευκωσίας. Ύστερα τράβηξε για Πράγα - την πόλη με τις χρυσές στέγες (Εικ. 1) – όπου για κάμποσα χρόνια σεργιάνιζε στα νερά του Μολδάβα, πλάι σε μια ύφαλο που δεν άντεξε στο χρόνο.

Εικ. 1

Τα γκρίζα νερά του ποταμού του έκλεψαν τόσο νωρίς την ξανθιά του ύφαλο. Φαίνεται να την αγαπούσαν, όπως και ο θεός, σύμφωνα με όσα έλεγαν κάποιοι τη μέρα που επέστρεψε στη Γη! Μακριά από την αγαπημένη της πόλη. Ρίζωσε για πάντα στην πόλη του Πλάτωνα, του φιλόσοφου που πίστευε στην συλλογική κοινωνική ευδαιμονία.

Σε αυτή την πολιτεία άραξε για είκοσι επτά χρόνια και ο κουρασμένος βράχος, θαλασσο-δαρμένος ανάμεσα σε Αλεξανδρούπολη και Μονεμβασιά. Κάθε φορά που η σκέψη τον οδηγούσε πίσω στον Jan Palach και το καμένο του κορμί, σωριασμένο στην Πλατεία Βέντσεσλας, μια πεταλούδα απ΄ τη γειτονιά του Ζωγράφου του χαμογελούσε με παράπονο στα χείλη. Ήταν τότε που ο βράχος δεν άντεχε στη φουρτούνα. Σωριαζόταν για λίγο, αλλά έπρεπε να σηκωθεί. Δυο παιδικές και μια νεανική φωνή ζητούσαν να στηριχθούν πάνω του, για να μην τις παρασύρουν η αντάρα.   

Και έτσι η σκυτάλη περνούσε από τη μια χρονιά στην άλλη. Με απόλυτη ακρίβεια στις 31 του Δεκέμβρη, ακριβώς τα μεσάνυχτα. Ο φθαρμένος βράχος ταξίδευε μαζί με τον χρόνο μέχρι που γύρισε στην Αερία γη. Εκεί που κάποτε βασίλευε η Τηθύα. Μονάχα που η Αερία του είχε χάσει την Κερύνεια, τη Μόρφου και άλλα μέλη της. Την ίδια ώρα που η Αμμόχωστος πόντιζε ακόμα πιο βαθιά στην άμμο τα χαλάσματα της, για να μας θυμίζει το όνομα της.

Ο καταπονημένος βράχος δεν μπορούσε να βλέπει την πόλη-φάντασμα από τα νερά του Κάππαρη. Πήγε και άραξε για τέσσερα χρόνια στα νερά του Γουαδαλκιβίρ, δίπλα στον Χρυσό Πύργο της Σεβίλλης (Εικ. 2).

Εικ. 2

Εκεί που ήταν κάποτε η Ταρτησσός, αρχαία πόλη και λιμάνι. Μια πλούσια πολιτεία που ευημερούσε από την εξόρυξη χρυσού, χαλκού και κασσίτερου. Εκεί όπου λουζόταν η αγάπη του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, του γίγαντα της Ισπανικής λογοτεχνίας, που «έφυγε» νωρίς, μόλις στα 38 του. Από τις σφαίρες των Ισπανών φασιστών, απλά και μόνο γιατί ήταν σοσιαλιστής!

Ύστερα ο καταπονημένος βράχος θυμήθηκε τον Μεσαίωνα. Ελλιμένισε λοιπόν για δέκα χρόνια στην καρδιά της Ευρώπης, κοντά στον παραπόταμο Χρόν. Στη Terra Banensium, τη Γη των Μεταλλωρύχων (Εικ. 3). 


Εικ. 3

Εκεί όπου τον Μεσαίωνα «σερνόταν σκουλήκι ο άνθρωπος του ήλιου, και του αέρα απαρνητής, για νάβρη ή να μη ξανάβρη πια ανοιγμένη την τρύπα, που θα τον ξαναβγάλη στη ζωή». Έτσι όπως μας περιέγραψε ο Κώστας Μόντης (Κύπριος συγγραφέας) την πάλη των μεταλλωρύχων μέσα στις υπόγειες στοές (Εικ. 4).


Εικ. 4

Μέχρι που μια μέρα ο θεός Ήλιος στάθηκε από πάνω από τον Βράχο για πολλές ώρες. Όταν πλησίασε το δειλινό του' πε: «Άντε Βράχε, καιρός να βγάλεις το χακί και …. να ξαποστάσεις». Καμιά άλλη επιλογή. Ποιος θα μπορούσε να τα βάλει με τον Υπερίωνα;

Από τότε σταθερός ένοικος λίγων τετραγωνικών μέτρων θαλάσσιου χώρου κοντά στην παραλία «Μάλαμα». Κρυφοκοιτάζει κάθε πρωί «τη γοργόνα του Χρήστου», κάτω απ’ την Καλύβη (Εικ. 5).

Εικ. 5
Κάποιες στιγμές δοκιμάζει να της ψιθυρίσει κάτι στ’ αυτί. Η περήφανη γοργόνα τον αγνοεί. Περιμένει με λαχτάρα τα κύματα να της χαϊδέψουν ολόκληρο το κορμί. Ακόμα και όταν αυτά αγριεύουν, αυτή τα ευχαριστιέται. Και ο κουρασμένος βράχος κρυφοκοιτάζει γύρω-γύρω, μήπως και το φλερτ του βρει ανταπόκριση (Εικ. 6).

Εικ 6
Άλλοτε και τώρα





Εικ. 7α

Εικ. 7α

Θυμάμαι άλλοτε εκείνο τον βράχο, πριν από δεκάδες χρόνια: Ευθυτενή, αγέρωχο, μεγαλοπρεπή και περήφανο. Μου θύμιζε τον βράχο της Μονεμβασιάς (Εικ. 7α). Τον βλέπω σήμερα γειρτό, διαβρωμένο και ταπεινωμένο (Εικ. 7β).
Εικ 7β

Άλλοτε κοιτούσε και ξανα-κοιτούσε τον ξύλινο δείκτη με τα τόξα για διάφορες πόλεις του κόσμου (Εικ. 8).

Εικ. 8

Τώρα πια, κουρασμένος τον αγνοεί. Αυτό που άλλοτε ήταν ένα ευχάριστο ταξίδι, μια σύντομη περιπέτεια, τώρα μοιάζει με αιτία άγχους και αναμενόμενης κούρασης. Όταν όμως προσέχει πως στους δείκτες απουσιάζει η Θεσσαλονίκη, θυμάται μια επιγραφή που είδε ένα βραδάκι περιδιαβάζοντας στους  γύρω δρόμους: «Ζούμε για την Κυριακή» (Εικ. 9).

Εικ. 9
Τότε, κάτι του ψιθυρίζει μέσα του: «Καιρός για Θεσσαλονίκη».

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέπλυμα σκέψεων αντί για σούβλα στου Ππασσιά

Μπροστά στο Μεγάλο Ερώτημα

Στα Χνάρια της Αρκούδας