Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΦΤΑΙΕΙ ΓΙΑ ΟΛΑ
του Δημήτρη Κ. Κωνσταντινίδη Αρχίζοντας Απόγευμα, τέσσερεις και κάτι. Σαράντα βαθμοί υπό σκιά, η υγρασία στα ύψη. Δεν μου απέμενε τίποτα άλλο από το κολύμπι γύρω από τη γοργόνα, στο Μάλαμα. Νερό κρυστάλλινο και γαλάζιο. Έτσι τουλάχιστον μοιάζει. ‘Η μήπως έτσι θέλουμε να το βλέπουμε; Κολυμπώ γύρω της για ένα μισάωρο. Μέχρι που ακούω τη φωνή της. Πλαγιασμένη όπως είναι πάνω στο βράχο, με τα κεφάλι σκυμμένο πάνω απ’ τη θάλασσα, η φωνή της βγαίνει σαν φυσαλίδα από το νερό: «Γέροντα, πάλι εδώ; Δεν βαρέθηκες να με τριγυρνάς και να ρίχνεις τις πονηρές ματιές σου επάνω μου; Πες ένα “καλό απόγευμα”, τζάμπα είναι. Μπορεί και να ανταποκριθώ στο φλερτ σου». Το θαλασσινό νερό ζεστό, Ιούλη μήνα, μα εγώ πάγωσα! Ρωτάω τον εαυτό μου; «Ονειρεύομαι; Μου κάνει πλάκα; Λες να έχει απομείνει έστω και λίγο απ΄ το νεανικό μου σεξαπίλ;». Συνέρχομαι. Και καταλήγω αμέσως στο συμπέρασμα. «Όχι βέβαια. Τα θαύματα είναι για όσους πιστεύουν». Σοκαρισμένος, έκανα ένα γρήγορο ντούζ στην εξωτερική ντουζιέρα